- ῥητήρ
- ῥητήρspeakermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥητῆρ' — ῥητῆρα , ῥητήρ speaker masc acc sg ῥητῆρι , ῥητήρ speaker masc dat sg ῥητῆρε , ῥητήρ speaker masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητήρ — ῆρος, ό, Α 1. ο ρήτορας 2. φρ. «ῥητὴρ δικῶν» συνήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε (βλ. λ. είρω (ΙΙ)], με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το β φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥητός) + επίθημα τήρ (πρβλ. κλη τήρ)] … Dictionary of Greek
ῥητῆρα — ῥητήρ speaker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆρας — ῥητήρ speaker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆρες — ῥητήρ speaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆρος — ῥητήρ speaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆρσι — ῥητήρ speaker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆρσιν — ῥητήρ speaker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητήρων — ῥητήρ speaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЖРЕЦЫ — • Sacerdōtes, ι̉ερει̃ς. А) У греков Ж. были настоящими органами религиозного культа, они вводили и поддерживали общение людей с богами, совершая на священных местах, в храмах и на алтарях богослужебные обряды, а именно: молитвы и… … Реальный словарь классических древностей